- στημονονητικός
- στημονο-νητικός, ή, όν, (στήμων, νέω B) τέχνη ς. the artA of spinning, Pl.Plt.282e, cf. Poll.7.30,209.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στημονονητικός — ή, όν, Α (μόνον στη φρ.) «τέχνη στημονονητική» η κλωστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος + νητικός (< νέω [II] «γνέθω, κλώθω»)] … Dictionary of Greek
στημονονητική — στημονονητικός of spinning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στημονονητικήν — στημονονητικός of spinning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)